- ανακρίνομαι
- ανακρίνομαι, ανακρίθηκα, ανακριμένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀνακρίνομαι — ἀνακρί̱νομαι , ἀνακρίνω examine closely aor subj mid 1st sg (epic) ἀνακρί̱νομαι , ἀνακρίνω examine closely pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՎԵՐԱԽԱՌՆԻՄ — ( ) NBH 2 0805 Chronological Sequence: 9c, 11c ձ. ՎԵՐԱԽԱՌՆԻԼ. ἁνακρίνομαι admisceor. Ոգեխառնիլ. միանալ. *Ի նմա վերախառնին կերօղքն (զնա). Ոսկ. յհ. ՟Բ. 1: *Ի փրկական ճաշակսն վերախառնիլ. Ժող. շիրակ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)